- πολυσφράγιστος
- -ον, ΜΑ, ιων. τ. πολυσφρήγιστος, -ον Ααυτός που έχει σφραγιστεί με πολλές σφραγίδες αυτός δηλ. που έχει ασφαλιστεί καλά («θαλάμοιο πολυσφρήγιστον ὀχῆα», Νόνν.)[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + σφραγιστός (< σφραγίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.